- δακτυλόπους
- δακτῠλό-πους, ὁ, gen. ποδος,A first phalanx,
δ. ἢ ῥιζοδάκτυλος Cat.Cod.Astr.7.238.25
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δ. ἢ ῥιζοδάκτυλος Cat.Cod.Astr.7.238.25
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δακτυλόπους — ( ποδος), ο (Α) η πρώτη φάλαγγα τού δαχτύλου τών ποδιών … Dictionary of Greek
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek